Ορόσημα της Μιανμάρ

Shwedagon Pagoda

Η Shwedagon Pagoda είναι ο πιο σημαντικός ιερός χώρος της Μιανμάρ.
Η χρυσαφένια λάμψη της κεντρικής στούπας είναι ένα αξέχαστο θέαμα, καθώς υψώνεται στον μπλε ουρανό με τις άψογες καμπυλωτές γραμμές της.
Αμέτρητοι μικρότεροι ναΐσκοι (zeidis) και υπόστεγα (tazaung) περιβάλλουν την κεντρική κατασκευή.
Κάποια από αυτά “αγκαλιάζουν”  τη βάση της μεγάλης στούπας, ενώ κάποια άλλα είναι κτισμένα σε απομονωμένες γωνίες, στην κορυφή του λόφου Singuttara.
Το κυρίως κτίσμα κατασκευάστηκε πριν από 2,500 περίπου χρόνια, πολύ πριν την ίδρυση της πόλεως Rangoon (σημερινή ονομασίαYangon).

Ο θρύλος της  Shwedagon τοποθετεί την ίδρυσή της στην εποχή του Buddha Gotama, τον 6ο αιώνα πΧ. Εντοιχισμένη βαθιά μέσα σ’ αυτή λέγεται πως υπάρχει μια χρυσή θήκη, κατάστικτη από πολύτιμους λίθους, οι οποίοι σχηματίζουν τη μορφή ενός μυθικού πουλιού, του karaweik.
Η χρυσή θήκη περιέχει τέσσερις ιερές τρίχες από τα μαλλιά του Βούδα, οι οποίες δόθηκαν σε δύο εμπόρους από την Μιανμάρ που ταξίδεψαν μέχρι την Ινδία.

Σύμφωνα με το θρύλο, σε μια εποχή μεγάλου λιμού, οι δυο έμποροι αδελφοί είχαν ταξιδέψει μακριά από τη Μιανμάρ με ένα φορτίο ρυζιού που είχαν τοποθετήσει σε 500 βοϊδάμαξες.
Η μητέρα των Taphussa και Bhallikam είχε πεθάνει και είχε γίνει nat (πνεύμα).
Τους είχε αφήσει ως τελευταία επιθυμία να αναζητήσουν τον προσφάτως πεφωτισμένο Βούδα και να ασπασθούν τη διδασκαλία του.
Τα 2 αδέλφια βρήκαν όντως τον Βούδα να διαλογίζεται και του πρόσφεραν με σεβασμό γλυκά, φτιαγμένα με μέλι και στολισμένα με χρυσαφιά λουλούδια.
Αφού μαθήτευσαν κοντά του, όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψουν στη Μιανμάρ, ικέτεψαν τον Βούδα για ένα ενθύμημα. Εκείνος τους τίμησε, δίνοντάς τους τέσσερις τρίχες των μαλλιών του.
Οι δύο άντρες τις τοποθέτησαν μέσα σε μια σμαραγδένια θήκη και ύστερα σε αγγείο (pyat), που ήταν στολισμένο με ρουμπίνια.
Μετά από μακρύ και περιπετειώδες ταξίδι επέστρεψαν σώοι στην Rangoon με το ιερό τους φορτίο.
Κατασκεύασαν τότε ένα θάλαμο, βαθιά μέσα στο λόφο Shwedagon και έκρυψαν εκεί το ενθύμημα του Βούδα. Αργότερα, σύμφωνα με το θρύλο πάντα, τα ιερά ενθυμήματα του Βούδα μπήκαν σε άλλη θήκη( χρυσή και στολισμένη πάντα με πολύτιμους λίθους) και τοποθετήθηκαν κάπου μέσα στα βάθη της κυρίως στούπας.

Ο λόφος Shwedagon (Singuttara) βρίσκεται βορείως του πιο πυκνοκατοικημένου τμήματος της πόλης, κοντά στην όχθη του ποταμού.
Υπάρχουν τέσσερις είσοδοι προς την Shwedagon, αλλά η κύρια είναι από τη μεγάλη σκάλα που βρίσκεται στα νότια. Σήμερα αυτή η είσοδος οδηγεί, επίσης, σ’ ένα μεγάλο σταυροδρόμι, αλλά ανέκαθεν υπήρξε ο παραδοσιακός δρόμος για να μπει κάποιος στην ιερή παγόδα, αφού οι επισκέπτες έφταναν πρώτα στο λιμάνι της πόλης και συνέχιζαν από εκεί το δρόμο τους.
Ο δρόμος προς την Shwedagon Pagoda είναι γεμάτος με μοναστήρια (kyaung), κιόσκια (zayat), αλλά και άλλες μικρότερες παγόδες, όπως η Maha Vijaya, δίπλα ακριβώς από την κεντρική σκάλα, στη νότια πλευρά.

Πριν αρχίσουν την ανάβαση προς την παγόδα, οι προσκυνητές και οι επισκέπτες οφείλουν να σταματήσουν και να βγάλουν τα παπούτσια τους.
Κατόπιν, σύμφωνα πάντα με τους ορισμούς της Βουδιστικής θρησκείας, θα πρέπει να κάνουν το γύρο της, όπως και με όλες τις Βουδιστικές στούπες, ακολουθώντας τη φορά των δεικτών του ωρολογίου.

Ο χρυσός που καλύπτει την κατασκευή από τούβλα είναι ατόφιος.

27  τόνοι φύλλων χρυσού έχουν χρησιμοποιηθεί για τον μεγαλοπρεπή της στολισμό.
Άνθρωποι από κάθε γωνιά της χώρας, μαζί με τους παλιούς μονάρχες, κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας της παγόδας, έχουν δωρίσει χρυσό για τη συντήρησή της.
Η πρακτική αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ενώ άρχισε τον 15ο αιώνα, όταν η Βασίλισσα Shin Sawbu (Binnya Thau) έδωσε το βάρος της σε χρυσάφι.
Η κορυφή της κεντρικής παγόδας είναι στολισμένη με 5,448 διαμάντια και 2.317 ρουμπίνια, ενώ ανάμεσα στους άπειρους πολύτιμους λίθους ξεχωρίζει ένα διαμάντι 76 καρατίων και βάρους 15 γραμμαρίων.

 

Karaweik Hall

Το Karaweik Hall, επίσης γνωστό και ως Karaweik Palace είναι ένα από τα πολλά ορόσημα της Yangon.
Από απόσταση, το Karaweik Hall μοιάζει με τεράστια, ολόχρυση θαλαμηγό που επιπλέει στη Λίμνη Κandawgyi, αστράφτοντας κάτω από τον ήλιο.

Ωστόσο, στην πραγματικότητα, είναι μια κατασκευή από τσιμέντο, η οποία έχει τη μορφή δύο τεράστιων χρυσών πουλιών.
Το Karaweik Palace είναι κτισμένο με  αρχιτεκτονική Pyatthat, (ρυθμός που συναντάται στη Μιανμάρ, με κύριο χαρακτηριστικό την κλιμακωτή και καταστόλιστη στέγη).
Η πλώρη αυτού του παλατιού/καραβιού έχει κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει το σχήμα του μυθικού πουλιού Karaweik, που έχει εξέχοντα ρόλο στη Βιρμανική μυθολογία.
Μια χρυσή μπάλα κρέμεται από το ράμφος του.
Το πίσω μέρος της κατασκευής μοιάζει με την ουρά του μυθικού πουλιού και κυριαρχούν τα χρυσά και τα κόκκινα χρώματα στη διακόσμηση.
Στην κορυφή της ουράς του υπάρχει η αναπαράσταση ενός καλού πνεύματος  Nat.

Inle Lake

Σε ένα υψόμετρο πάνω από 800 μέτρα, η Λίμνη Inle είναι ένα από τα μοναδικά οικοσυστήματα της Μιανμάρ και αποτελεί καταφύγιο για σπάνια είδη μαλακίων και ψαριών, τα οποία δεν απατώνται πουθενά αλλού στον πλανήτη. Ωστόσο η λίμνη Inle δεν είναι σημαντική μόνο για την υδρόβια ζωή που υπάρχει εκεί.

Τα νερά της είναι η ψυχή για τέσσερις μεγάλες πόλεις και αμέτρητα χωριά, που είναι σπαρμένα στις όχθες της. Επιπλέον, τα νερά της μπορούν να υποστηρίξουν ποικίλλες γεωργικές καλλιέργειες, από φρούτα και λαχανικά, κάποια από τα οποία αναπτύσσονται σε πλωτούς κήπους, με βάσεις κατασκευασμένες από αγριόχορτα και καλάμια από μπαμπού.

Φιλοξενεί επίσης το Phaung Daw Oo Pagoda Festival, το οποίο είναι ένα από τα μεγαλύτερα Βουδιστικά φεστιβάλ της Μιανμάρ.

Οι διάφορες ομάδες πολλών εθνοτήτων της χώρας, που ζουν γύρω από τη λίμνη, έχουν επίσης ανακαλύψει έναν μοναδικό τρόπο για να διασχίζουν τα νερά της.
Στη γόνιμη λίμνη, συχνά, αναπτύσσονται ανεπιθύμητα φυτά, όπως νούφαρα και θαλάσσιοι υάκινθοι, οπότε, προκειμένου να διακρίνουν τι υπάρχει κάτω από αυτό το πράσινο πέπλο, οι ψαράδες προσδένουν ένα κουπί στο πόδι τους, κάτι που τους επιτρέπει να οδηγούν τη βάρκα τους ενώ στέκονται όρθιοι.

Ο ασυνήθιστος χαρακτήρας της λίμνης Inle είχε ως αποτέλεσμα να μετατραπεί σε δημοφιλέστατο τουριστικό προορισμό, τόσο για ξένους, όσο και για ντόπιους, προσελκύοντας και την κατασκευή ξενοδοχείων και ξενώνων κοντά στις όχθες της.

Chauk Htat Gyi Pagoda και Επικλινής (ξαπλωτός) Βούδας

Η Chauk Htat Gyi Pagoda στη Yangon είναι γνωστή για το τεράστιο (65 μέτρα μήκους) άγαλμα του Επικλινούς Βούδα. Το εξαιρετικά τιμώμενο άγαλμα βρίσκεται σε ένα μεγάλο υπόστεγο βορείως της Λίμνης Kandawgyi.

Η κατασκευή του χρηματοδοτήθηκε από έναν πλούσιο Βιρμανό Βουδιστή, τον Sir Po Tha, το 1899.
Το άγαλμα ολοκληρώθηκε το 1907 από μια άλλη κατασκευαστική εταιρεία και το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό, αφού η έκφραση του προσώπου ήταν γαλήνια.

Στη δεκαετία του 1950, το παλιό άγαλμα κατεδαφίστηκε και άρχισαν εργασίες αντικατάστασής του.
Επικεφαλής των εργασιών ήταν ο U Thaung, ένας ξακουστός τεχνίτης από το Tavoy (σημερινό Dawei).
Τα μάτια από γυαλί του αγάλματος δημιουργήθηκαν από τη Naga Glass Factory.
Το νέο άγαλμα του Βούδα εγκαινιάστηκε το 1973.
Τα ονόματα όσων συμμετείχαν και βοήθησαν στη μεγαλειώδη κατασκευή είναι σκαλισμένα στις δοκούς του κτηρίου.

Ο Επικλινής Βούδας της Chauk Htat Gyi

Το εξαιρετικά εντυπωσιακό άγαλμα της νεώτερης εποχής, ( μήκους 65 μέτρων και ύψους 16 μέτρων), στην Chauk Htat Gyi φορά χρυσό ένδυμα και το δεξί του χέρι υποστηρίζει τον αυχένα.
Είναι διακοσμημένο με εκφραστικά, έντονα χρώματα.
Το πρόσωπο είναι κατάλευκο σε αντίθεση με τα κατακόκκινα χείλη και τα επίσης κόκκινα νύχια των χεριών και των ποδιών του.
Στις πατούσες των ποδιών είναι σκαλισμένες με κόκκινα και χρυσά χρώματα οι108 lakshanas ή αλλιώς οι 108 μεγάλες αρετές του Βούδα.
Οι πιστοί εκφράζουν το σεβασμό τους με αρωματικά θυμιάματα και λουλούδια.
Γύρω από την Chauk Htat Gyi υπάρχει ένας αριθμός ιερών, ένας για την κάθε ημέρα της εβδομάδας.
(Στη Βουδιστική θρησκεία η Τετάρτη αντιστοιχεί σε δύο ημέρες).
Οι ντόπιοι προσεύχονται στο ιερό που αντιστοιχεί στην ημέρα της γέννησής τους.

Επιπλέον υπάρχουν σκαλιστές πλάκες που πάνω τους αναγράφονται πληροφορίες σχετικές με τη διδασκαλία του Βούδα (στα Βιρμανικά, αλλά και στα Αγγλικά).

Ένα παρόμοιο πολύ μεγάλο άγαλμα Επικλινούς Βούδα, αλλά σε μια ελαφρώς διαφορετική στάση, είναι αυτό του Shwethalyaung Buddha, στην πόλη Bago, στα βόρεια της Yangon.

Γύρω από την Chauk Htat Gyi Pagoda βρίσκονται και αρκετά μοναστήρια.
Στο Ashay Tawya Μοναστήρι εκατοντάδες καλόγεροι μελετούν τη διδασκαλία του Βούδα.

Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στον οποίο βρίσκεται η Chauk Htat Gyi Pagoda, υπάρχει ένας ναός ακόμη, η Nga Htat Gyi Pagoda, μέσα στην οποία βρίσκεται ένα μεγάλο άγαλμα Καθιστού Βούδα με ολόχρυσο ένδυμα.

Σε αυτό τον ναό υπάρχει επίσης μια τοιχογραφία του Βούδα και των πρώτων μαθητών του, ανάμεσα στους πιστούς.

Τι σημαίνει η στάση του Επικλινούς Βούδα

Αυτή η συγκεκριμένη στάση του Βούδα είναι γνωστή ως στάση Mahaparinirvana στον Βουδισμό.
Λέγεται πως ο Βούδας είχε συνειδητοποιήσει πως βρισκόταν κοντά στο θάνατο πλέον και είχε ζητήσει από τους μαθητές του να του φτιάξουν ένα φορείο μέσα στους θάμνους, ώστε να μπορέσει να ξαπλώσει με ευκολία.
Αν και είχε πάρει ήδη τη Φώτιση, ο Βούδας θα έπρεπε να απεκδυθεί την ανθρώπινη υπόστασή του.
Αυτή η στιγμή πιστεύεται πως θα πρέπει να είχε λάβει χώρα στην Kushinagara της Ινδίας, όταν ήταν πλέον 80 ετών και έτοιμος να φτάσει στο υπέρτατο στάδιο φώτισης, στην Mahaparinirvana, ένα επίπεδο μετά τη Nirvana.

Τα κεκλιμένα αγάλματα του Βούδα δεν υποτίθεται πως θα πρέπει να προξενούν θλίψη στους πιστούς, αλλά να εκλαμβάνονται ως μορφές ενθάρρυνσης και υπενθύμισης πως όλα τα πλάσματα είναι εν δυνάμει ικανά να φτάσουν στην υπέρτατη φώτιση  και να απαλλαγούν από το φόβο και τα βάσανα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η γαλήνια και χαμογελαστή έκφραση του επικλινούς Βούδα αντικατοπτρίζει την καλοσύνη και τη γαλήνη που έρχεται μαζί με τη Φώτιση.

Mahamuni Buddha Pagoda

Ένα από τα πιο σπουδαία αξιοθέατα τόσο για επισκέπτες, όσο και για προσκυνητές είναι η Mahamuni Buddha Pagoda στο Mandalay.
Σε αυτό το ιερό φυλάσσεται το χρυσό άγαλμα του Mahamuni Buddha, το οποίο, σύμφωνα με το μύθο, κατασκευάστηκε όσο εκείνος βρισκόταν στη ζωή και αντανακλά τη λάμψη του.

Inle Lake

Σε ένα υψόμετρο πάνω από 800 μέτρα, η Λίμνη Inle είναι ένα από τα μοναδικά οικοσυστήματα της Μιανμάρ και αποτελεί καταφύγιο για σπάνια είδη μαλακίων και ψαριών, τα οποία δεν απατώνται πουθενά αλλού στον πλανήτη. Ωστόσο η λίμνη Inle δεν είναι σημαντική μόνο για την υδρόβια ζωή που υπάρχει εκεί.

Τα νερά της είναι η ψυχή για τέσσερις μεγάλες πόλεις και αμέτρητα χωριά, που είναι σπαρμένα στις όχθες της. Επιπλέον, τα νερά της μπορούν να υποστηρίξουν ποικίλλες γεωργικές καλλιέργειες, από φρούτα και λαχανικά, κάποια από τα οποία αναπτύσσονται σε πλωτούς κήπους, με βάσεις κατασκευασμένες από αγριόχορτα και καλάμια από μπαμπού.

Φιλοξενεί επίσης το Phaung Daw Oo Pagoda Festival, το οποίο είναι ένα από τα μεγαλύτερα Βουδιστικά φεστιβάλ της Μιανμάρ.

Οι διάφορες ομάδες πολλών εθνοτήτων της χώρας, που ζουν γύρω από τη λίμνη, έχουν επίσης ανακαλύψει έναν μοναδικό τρόπο για να διασχίζουν τα νερά της.
Στη γόνιμη λίμνη, συχνά, αναπτύσσονται ανεπιθύμητα φυτά, όπως νούφαρα και θαλάσσιοι υάκινθοι, οπότε, προκειμένου να διακρίνουν τι υπάρχει κάτω από αυτό το πράσινο πέπλο, οι ψαράδες προσδένουν ένα κουπί στο πόδι τους, κάτι που τους επιτρέπει να οδηγούν τη βάρκα τους ενώ στέκονται όρθιοι.

Ο ασυνήθιστος χαρακτήρας της λίμνης Inle είχε ως αποτέλεσμα να μετατραπεί σε δημοφιλέστατο τουριστικό προορισμό, τόσο για ξένους, όσο και για ντόπιους, προσελκύοντας και την κατασκευή ξενοδοχείων και ξενώνων κοντά στις όχθες της.

Θρησκευτικά έθιμα

Μοναχοί και Μοναχές στη Μιανμάρ (ομοιότητες και διαφορές) 

Υπάρχουν περίπου 300,000 Βουδιστές μοναχοί στη Μιανμάρ.
Τα πορτοκαλί και βυσσινί ράσα τους, καθώς και τα ξυρισμένα κεφάλια τους είναι άμεσα αναγνωρίσιμα.
Ωστόσο υπάρχουν και περίπου 20,000  καλόγριες, οι οποίες επίσης ξυρίζουν τα κεφάλια τους, αλλά φορούν ροζ ράσα για να ξεχωρίζουν από τους άντρες μοναχούς.
Το να περάσει κανείς λίγο χρόνο με τους μοναχούς είναι ίσως ένα από τα must για όσους επισκέπτονται την Μιανμάρ.
Είναι μια πολιτισμική εμπειρία το να δει κανείς τα γεύματά τους, τον τρόπο που μελετούν, προσεύχονται, προσφέρουν στην κοινότητα τις υπηρεσίες τους ή περπατούν απλώς σε μια γέφυρα.
Σε γενικές γραμμές είναι πολύ φιλικοί και πολλές φορές πλησιάζουν μόνοι τους τούς ταξιδιώτες για να μιλήσουν μαζί τους.

Τα κορίτσια και οι γυναίκες μπαίνουν στη μοναστική ζωή, ξυρίζουν τα κεφάλια τους, παίρνουν τους όρκους τους, εξασκούνται στο διαλογισμό και διαβάζουν τη διδασκαλία του Βούδα, ακριβώς όπως και οι μοναχοί.
Ωστόσο δε μπορούν να πρωτοστατήσουν σε μια Βουδιστική τελετή, δεν ταξιδεύουν στο εξωτερικό και είναι υποχρεωμένες να τηρούν μόνον τις δέκα βασικές Βουδιστικές εντολές, όπως κάνουν οι νεοφώτιστοι μικροί μοναχοί. Η μοναδική άλλη διαφορά τους, και η πιο εντυπωσιακή, είναι ότι φορούν ροζ ράσα, με ένα πορτοκαλί μαντήλι ριγμένο συχνά στον αριστερό ώμο τους.

Οι μοναχές ονομάζονται sila-rhan (προφέρεται thila-shin) πράγμα που σημαίνει  “φύλακας της ηθικής”.
Αυτή είναι μια εξαιρετικά σημαντική υποχρέωση για ένα κορίτσι οποιασδήποτε ηλικίας, αλλά οι καλόγριες της Μιανμάρ φέρουν αυτό τον τίτλο με χαρούμενη ταπεινότητα.
Συχνά έχουν αφήσει το σπίτι τους πολύ μικρές για να ζήσουν σε μοναστήρι, όπου περνούν το χρόνο τους προσφέροντας υπηρεσίες στην κοινότητα, συγκεντρώνοντας αγαθά από ελεημοσύνες, διδάσκοντας, μελετώντας, κάνοντας διαλογισμό.

Οι άντρες Βουδιστές αναμένεται να γίνουν μοναχοί δυο φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ως αγόρια και ως άντρες, αλλά δεν υπάρχει τέτοια προσδοκία για τα κορίτσια.
Οπότε το να μονάσουν είναι είτε δική τους απόφαση, είτε της οικογενείας τους.
Για τις φτωχότερες οικογένειες, τα ροζ ράσα είναι ένας τρόπος για να ξεφύγουν τα παιδιά τους από τη φτώχεια, να μορφωθούν και να έχουν μια τιμητική θέση στην κοινωνία.
Για κάποιες αυτό είναι μόνον ένα πέρασμα, αλλά κάποιες άλλες φορούν τα ροζ ράσα για όλη τους τη ζωή.

Αν και σε γενικές γραμμές οι μικρές μοναχές θεωρούνται πιο ήρεμες και αθόρυβες από τους αντίστοιχους μικρούς μοναχούς, αν τις γνωρίσει κανείς δε διαφέρουν και πολύ από οποιοδήποτε χαριτωμένο κοριτσάκι αυτού του κόσμου. Αν επισκεφτείτε τη Μιανμάρ, αφιερώστε τους λίγο χρόνο.
Κάποιος μπορεί να μάθει πολλά από αυτές τις καλοσυνάτες και ευγενικές “ροζ μοναχές”.

Novice Ceremony

Στο μοναστήρι λαμβάνει χώρα ένα τελετουργικό κούρεμα των μαλλιών, υπό την εποπτεία των μοναχών, το αγόρι αλλάζει τα πριγκιπικά του ρούχα με ένα ταπεινό λευκό ράσο και απαγγέλει τις δέκα εντολές του Βουδισμού.
Ύστερα φορά το χρυσαφί ή βυσσινί ράσο του μοναχού και του δίνεται το σκεύος με το οποίο θα βγαίνει για την ελεημοσύνη.
Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαράς, υπερηφάνειας και κάποιων δακρύων συγκίνησης, αφού οι γονείς είναι πλημμυρισμένοι με έντονα συναισθήματα.
Από τώρα και στο εξής, καμία εκδήλωση στοργής δε θεωρείται πρέπουσα, μέχρι τη στιγμή που το αγόρι θα φύγει από το μοναστήρι.
Επιπλέον, η θέση του παιδιού μέσα στην οικογένειά του αλλάζει και, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Οι γονείς του φέρονται με σεβασμό και του μιλούν μόνον στην ξεχωριστή γλώσσα που χρησιμοποιούν οι μοναχοί, στην περίπτωση που επιθυμούν να τον συναντήσουν, κατά τη διάρκεια αυτού του ξεχωριστού ταξιδιού του στη γνώση και την κατανόηση της διδαχής του Βούδα.

Shinbyu

Είναι το πιο σημαντικό καθήκον που οι γονείς οφείλουν στο γιο τους το να τον αφήσουν να προχωρήσει και να ενστερνιστεί την κληρονομιά του Βούδα.
Να γίνει μέλος της Sangha και να βυθιστεί στις διδαχές του Βούδα, στην Dhamma, τουλάχιστον για ένα μικρό διάστημα ή για μεγαλύτερο και καμιά φορά για όλη του τη ζωή.
Ένα αγόρι μπορεί να γίνει νεοφώτιστος για περισσότερες από μια φορά.
Εκείνοι που δεν έχουν δικό τους παιδί θα αναζητήσουν ένα ορφανό ή ένα αγόρι από μια φτωχή οικογένεια με σκοπό την άφεση αμαρτιών και την ευλογία από τον Βούδα.
Το Shinbyu μπορεί να θεωρηθεί ως πέρασμα προς την ενηλικίωση, κάτι που ισχύει και σε άλλες θρησκείες.
Το να επιτρέπει ένας πιστός στο γιο του να περάσει λίγο χρόνο, όσο ελάχιστος και αν είναι αυτός, σε ένα Βουδιστικό μοναστήρι, θεωρείται από τους Βουδιστές ως το μεγαλύτερο θρησκευτικό δώρο που μπορούν να προσφέρουν οι γονείς και πιστεύεται πως θα έχει μια διαρκή επίδραση στη μετέπειτα ζωή του.

Την ημέρα πριν από την επίσημη τελετή, προσφέρεται τσάι στους καλεσμένους, ενώ συνήθως το γεγονός συνοδεύεται από μουσική και χορό.
Μαζί με το τσάι προσφέρονται και διάφορα γλυκά και κάποιες φορές πλήρες γεύμα. Οι καλεσμένοι φέρνουν δώρα για τον μελλοντικό νεοφώτιστο.

Η μεγάλη ημέρα αρχίζει νωρίς με μια λιτανεία που ονομάζεται shinlaung hlè pwe προς το μοναστήρι, με το μικρό αγόρι ντυμένο με ακριβά μετάξια, κεντημένα με χρυσοκλωστή, μια στολή που αρμόζει σε βασιλιά ή πρίγκιπα.
Μια χρυσαφένια ομπρέλα τον προστατεύει από τον ήλιο, ενώ συνήθως είναι ανεβασμένος πάνω στη σέλα ενός αλόγου.
Μια ορχήστρα με έναν κλόουν που λέγεται  U Shwe Yoe τον συνοδεύουν χαρούμενα.
Αυτή η τελετή συμβολίζει την αναχώρηση του Rahula, του γιου του Βούδα από το βασιλικό παλάτι με τις ανέσεις και τις απολαύσεις, στην ηλικία των 29 χρόνων, όταν άφησε τη σύζυγο και το νεογέννητο γιο του, προκειμένου να αναζητήσει τις Τέσσερις Ανώτερες Αλήθειες.
Πίσω από το άλογο του νεοφώτιστου αγοριού ακολουθεί η υπερήφανη οικογένειά του, μεταφέροντας τα μοναστικά ράσα, οκτώ προαπαιτούμενα από το μοναστήρι, τα οποία λέγονται pareihkara shippa, καθώς και οι αδελφές του ή άλλα νεαρά κορίτσια του χωριού.
Οι κοπέλες αυτές μεταφέρουν εορταστικά, στολισμένα κουτιά γεμάτα με μπουμπούκια λοτού και είναι επίσης ντυμένες με μεταξωτά. Πίσω τους έρχονται συγγενείς και φίλοι.
Ο νεαρός μελλοντικός νεοφώτιστος μπορεί να είναι το κέντρο της προσοχής, αλλά στην αδελφή του, μπορεί, κατά τη διάρκεια της ίδιας τελετής, να περάσουν σκουλαρίκια, αφού ανοίξουν τρύπες στα αυτιά της με μια χρυσή βελόνα.
Το κοριτσάκι είναι επίσης ντυμένο σαν πριγκίπισσα.

Λαϊκά έθιμα

Thanaka

Η Thanaka  είναι μια ασπροκίτρινη καλλυντική κρέμα ( πούδρα σε κάποιες περιπτώσεις) που κατασκευάζεται από πολτοποιημένο φλοιό δέντρων.
Είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της κουλτούρας της Μιανμάρ και τη βλέπει κανείς σχεδόν πάντα απλωμένη στο πρόσωπο και μερικές φορές στα μπράτσα γυναικών και κοριτσιών.
Χρησιμοποιείται λιγότερο από αγόρια και άντρες. Η χρήση της thanaka έχει εξαπλωθεί επίσης στις γειτονικές χώρες συμπεριλαμβανόμενης και της Ταϊλάνδης.

Πολλές φορές για την παρασκευή αυτής της κρέμας χρησιμοποιούνται ίσως οι φλοιοί αρκετών δέντρων.
Τα συγκεκριμένα δέντρα φύονται κυρίως στην κεντρική Μιανμάρ.
Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται το Murraya, αλλά επίσης και το Limonia acidissima (theethee η αγριομηλιά).
Τα δύο πιο δημοφιλή είδη είναι η  Shwebo thanaka από την περιοχή  Sagaing και η  Shinmadaung thanaka από την περιοχή Magway.
Τα δέντρα που ο φλοιός τους είναι απαραίτητος για την παρασκευή της Thanaka είναι αιωνόβια και ένα τέτοιο δέντρο θα πρέπει να είναι ηλικίας τουλάχιστον 35 ετών, πριν θεωρηθεί κατάλληλο.
Η Thanaka, ως αρχική ύλη, πωλείται είτε ατομικά, είτε σε μεγάλες ποσότητες, αλλά στις μέρες μας είναι διαθέσιμη είτε σε μορφή κρέμας είτε σε πούδρα.

Η κρέμα Thanaka  κατασκευάζεται με την πολτοποίηση του φλοιού ή των ριζών ενός κατάλληλου γι’ αυτό το σκοπό δέντρου.
Στον πολτό προστίθεται λίγο νερό, πάνω σε μια κυκλική πλάκα που λέγεται  kyauk pyin και έχει ένα άνοιγμα γύρω από το στόμιο, για να στραγγίζει εκεί το νερό.

Η Thanaka χρησιμοποιείται από τις Βιρμανές εδώ και πάνω από 2.000 χρόνια.
Έχει ένα όμορφο άρωμα, παρόμοιο με αυτό του σανταλόξυλου.
Η κρέμα απλώνεται στο πρόσωπο με ελκυστικά σχέδια, αν και ο πιο κοινός τρόπος είναι ένα κυκλικό σημάδι σε κάθε μάγουλο, καθώς και πάνω στη μύτη.
Κάποιες φορές απλώνεται σε ρίγες, γνωστές και ως thanaka bè gya, ή ζωγραφίζεται ως φύλλο, συχνά τονίζοντας τη μύτη. Μπορεί ως και να απλωθεί από την κορυφή ως τα νύχια (thanaka chi zoun gaung zoun).
Εκτός από καλλωπιστική, η thanaka δημιουργεί μια δροσερή αίσθηση και προσφέρει προστασία από τα ηλιακά εγκαύματα.
Θεωρείται πως είναι δραστικό φάρμακο κατά της ακμής και κάνει το δέρμα πολύ απαλό. Επιπλέον προσφέρει και προστασία κατά διαφόρων μυκήτων. Τα δραστικά συστατικά της thanaka είναι το coumarin και το marmesin.

Παραδοσιακός τρόπος ένδυσης (Longyi)

Το Longyi  είναι ένα κομμάτι λεπτού υφάσματος που φοριέται ευρέως στη Μιανμάρ.
Φοριέται γύρω από τη μέση και φτάνει ως κάτω χαμηλά στα πόδια.
Στέκεται στη θέση του διπλωμένο γύρω από το σώμα και δε δένεται σε κόμπο.
Κάποιες φορές διπλώνεται στο ύψος του γόνατου για περισσότερη άνεση.
Παρόμοιος ρουχισμός συναντάται στην Ινδία, το Μπαγκλαντές, τη Σρι Λάνκα και το Αρχιπέλαγος Malay.
Στην υποηπειρωτική Ινδία είναι γνωστό και ως lungi, longi, kaili ή saaram.
Τα σχέδια επάνω στο  longyi είναι συνήθως διαφορετικά στις ποικίλες εθνότητες της Μιανμάρ.
Το longyi είναι κατασκευασμένο κυρίως από βαμβάκι, αλλά σε γιορτές και ειδικές εκδηλώσεις μπορεί να είναι επίσης κατασκευασμένο και από μετάξι.

Οι Kayan (Padaug) μακρύλαιμες γυναίκες (giraffe ladies)

Οι Kayan υπάγονται φυλετικά στους Red Karen (Karenni people) και είναι μια εθνική μειονότητα της Μιανμάρ (Burma).

Οι γυναίκες των φυλών Kayan ξεχωρίζουν λόγω της ιδιαίτερης ενδυματολογικής τους ταυτότητας.
Οι γυναίκες  Kayan (Padaug) είναι γνωστές για τις μπρούτζινες σπείρες δαχτυλιδιών που φορούν γύρω από το λαιμό τους, με σκοπό την επιμήκυνσή του.
Είναι γνωστές και ως γυναίκες καμηλοπαρδάλεις “giraffe women” στους επισκέπτες της Μιανμάρ.

Τα κορίτσια αρχίζουν να φορούν τα συγκεκριμένα βραχιόλια στην ηλικία των 5 ετών περίπου.
Με τα χρόνια, η σπείρα αντικαθίσταται με μια μεγαλύτερη και σ’ αυτήν προστίθενται περισσότερα βραχιόλια.
Το βάρος της συμπιέζει την κλείδα και τα πλευρά.
Ουσιαστικά ο λαιμός δεν είναι αυτός που επιμηκύνεται, αλλά δίνεται αυτή η εντύπωση, λόγω της παραμόρφωσης που προκαλείται στην κλείδα.
Πολλές απόψεις έχουν εκφραστεί γι’ αυτό το έθιμο, ενώ έχει γίνει και αντικείμενο συζήτησης ανθρωπολόγων, οι οποίοι έχουν υποθέσει πως τα βραχιόλια ίσως προστάτευαν τις γυναίκες από του να αρπαγούν από άλλες φυλές, καθώς δεν θα ανταποκρίνονταν στα πρότυπα ομορφιάς τους.
Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει πως τα βραχιόλια τόνιζαν τη θηλυκότητα ( σύμφωνα με τα πρότυπα των Padaug, πάντα), ενώ έχει επίσης αναφερθεί πως, ενδεχομένως, η δυσμορφία που προκαλούνταν θύμιζε κάτι από το μυθικό δράκο, που έχει εξέχουσα σημασία στην παράδοση αυτής της φυλής.
Ίσως όμως η επικρατέστερη θεωρία να είναι αυτή της πρακτικής τους χρησιμότητας, αφού οι γυναίκες προστατεύονταν από ενδεχόμενες επιθέσεις τίγρεων, καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο τους λαιμούς τους. Οι γυναίκες Padaug αγνοούν όλες αυτές τις θεωρίες και, όταν ερωτηθούν, απαντούν απλώς πως η σπείρα αποτελεί μέρος της πολιτισμικής τους ταυτότητας και κάτι που συνδέεται με την ομορφιά.

Από τη στιγμή που θα τοποθετηθεί, η σπείρα σπάνια αφαιρείται.
Οι μύες, ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, αδυνατίζουν.
Πολλές γυναίκες έχουν αφαιρέσει τη βασανιστική σπείρα για ιατρικές εξετάσεις, ενώ κάποιες άλλες συνεχίζουν να τη φορούν, από τη στιγμή που η κλείδα έχει παραμορφωθεί και έχει επέλθει και αποχρωματισμός.
Επιπλέον, η σπείρα μοιάζει ως αναπόσπαστο κομμάτι του σώματος, αν φορεθεί διαρκώς για 10 ή και περισσότερα χρόνια.

Το 2006, κάποιες νεαρές γυναίκες άρχισαν να αφαιρούν τα δαχτυλίδια από το λαιμό τους, είτε για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη μόρφωσή τους, είτε ως διαμαρτυρία για την εκμετάλλευση της κουλτούρας τους και τις απαγορεύσεις που τη συνοδεύουν.
Μετά την αφαίρεση της σπείρας, οι γυναίκες έχουν αναφέρει δυσφορία και πόνο, ο οποίος ωστόσο υποχωρεί, μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα.
Ο αποχρωματισμός επιμένει πολύ περισσότερο, πάντως.

Η κυβέρνηση της Μιανμάρ άρχισε να αποθαρρύνει το έθιμο των δαχτυλιδιών του λαιμού, καθώς προσπαθούσε να εκσυγχρονίσει τη χώρα,  μέσα στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Πολλές γυναίκες, επομένως, άρχισαν να σπάνε αυτή την παράδοξη και ενδεχομένως σκληρή παράδοση, αν και υπάρχουν ακόμη κάποια μικρά κορίτσια και ηλικιωμένες γυναίκες, σε πιο απομονωμένες περιοχές της Μιανμάρ, οι οποίες εξακολουθούν να φορούν τα δαχτυλίδια γύρω από το λαιμό. 

***Αυτές οι γυναίκες κατάγονται από το κράτος Kayah στη Μιανμάρ / Βιρμανία. Είναι από την εθνική ομάδα Kayan και ονομάζονται άτομα Padaung. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής κυριαρχίας της Μιανμάρ διέσχισαν τα σύνορα στην Ταϊλάνδη λόγω συγκρούσεων με την κυβέρνηση. Σήμερα, οι περισσότεροι από αυτούς επέστρεψαν στην πατρίδα τους στη Μιανμάρ και μπορούμε να βρούμε μερικές από τις γυναίκες Padaung στην περιοχή Inle Lake, στην περιοχή Mandalay και ακόμη και στο Bagan και Yangon. Η σημερινή κυβέρνηση της Μιανμάρ άνοιξε το κράτος Kayah για τουρισμό πριν από λίγα χρόνια και το 2018, οι ξένοι τουρίστες μπορούσαν να μπουν μέσα στα χωριά τους χωρίς ειδική άδεια. Τώρα, ο τουρισμός είναι ένα σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους και ένας σεβαστός τρόπος βελτίωσης της ποιότητας ζωής για τον εαυτό τους και ταυτόχρονα, ενθαρρύνοντας τους ηλικιωμένους να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους.

Τέχνες και χειροτεχνήματα

Kalaga

Μακριά kalaga, πλούσια, κεντημένα και λεπτότατα κιλίμια, χρησιμοποιούνταν παραδοσιακά ως κουρτίνες αμαξιδίων που μετέφεραν μοναχούς, μέλη της βασιλικής οικογένειας και πλούσιους Βιρμανούς.
Τα Kalaga μπορούσαν, επίσης, να δεθούν με σχοινιά σε δέντρα και στήλες, για να δημιουργήσουν ένας είδος κλειστού, ιδιωτικού χώρου, κάποιου είδους αντίσκηνο.
Η τέχνη κατασκευής του  kalaga άρχισε να χάνεται, αφότου οι Βρετανοί κατέλαβαν την Μιανμάρ και κατήργησαν τη μοναρχία.
Πολλά παλαιά και σπάνια kalaga δωρήθηκαν σε μοναστήρια ή αγοράστηκαν από συλλέκτες.
Κάποια άλλα πανέμορφα τέτοια κιλίμια βρίσκονται τώρα σε μουσεία έξω από την Μιανμάρ.
Η τέχνη του kalaga κρατήθηκε ζωντανή από το κλασικό Βιρμανικό Δράμα, του οποίου οι χορευτές και οι μαριονέττες φορούν κοστούμια υφαντά.
Στη δεκαετία του 1970, ο τουρισμός βοήθησε στο να αναγεννηθεί αυτή η παλιά τέχνη.
Σήμερα τα kalaga κατασκευάζονται με σκοπό να εξαχθούν στο εξωτερικό και εμφανίζονται σε πολλά σχέδια και μεγέθη.

 Αντικείμενα από λάκα

Η λάκα είναι ένα ελαφρύ, αδιάβροχο υλικό που δουλεύεται εύκολα και ζωγραφίζεται πάνω σε αντικείμενα όπως, κουτιά, σκεύη, ομπρέλες, μουσικά όργανα, αγάλματα και έπιπλα, προκειμένου να τους προσδώσει μια ελκυστική σε σχέδια επιφάνεια και ένα γυαλιστερό φινίρισμα.
Η λάκα που χρησιμοποιείται στη Μιανμάρ είναι χυμός αγριόδεντρου (σε αντίθεση με τη λάκα που χρησιμοποιείται στην Ινδία και την Ευρώπη, η οποία προέρχεται από έκκριση κάποιων εντόμων).
Ο κορμός ενός ώριμου δέντρου προς παρασκευή λάκας μπορεί να έχει 1,8 μέτρα διάμετρο.
Ο χυμός, που συλλέγεται από εγκοπές στην επιφάνεια του κορμού, φυλάσσεται σε αεροστεγή δοχεία.
Το φυσικό χρώμα είναι μαύρο, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρωματιστεί και κόκκινο.
Η καλύτερη λάκα στην Μιανμάρ προέρχεται από την περιοχή Shan.

Οι ιστορικοί πιστεύουν πως η τέχνη της κατασκευής αντικειμένων από λάκα προήλθε, εδώ και εκατοντάδες χρόνια, από το Σιάμ, τη σημερινή Ταϊλάνδη και εξαπλώθηκε στην Κίνα, πριν φτάσει στην Μιανμάρ.
Σήμερα το πιο παλιό και μεγαλύτερο εργαστήριο λάκας βρίσκεται στη Bagan, στην κεντρική Μιανμάρ.
Άλλα κέντρα/εργαστήρια λάκας βρίσκονται στις περιοχές Mandalay, Ywama στην Λίμνη Inle και στο Kengtung (πόλη της περιοχής Shan).

Τα πιο πολλά λακαρισμένα αντικείμενα έχουν βάση φτιαγμένη από μακριές, λεπτές φλοίδες μπαμπού κολλημένες ή πλεγμένες μεταξύ τους, σε διαφορετικά σχήματα.
Με λάκα μπορούν επίσης να ζωγραφιστούν ξύλινα και μεταλλικά αντικείμενα.
Λάκα σε πρωτογενή μορφή μπορεί να αναμιχθεί με λεπτά στρώματα πηλού, με στάχτη που προέρχεται από πριονίδια ξύλου τικ ή με πολτοποιημένο φλοιό ρυζιού, προκειμένου να παραχθεί μικτή λάκα για τις διάφορες στρώσεις.
Όταν είναι έτοιμο, το μείγμα λάκας απλώνεται στο αντικείμενο. Κατόπιν η κάθε στρώση στεγνώνεται και γυαλίζεται.

Κάθε αντικείμενο μπορεί έχει πολλές στρώσεις λάκας.
Όταν έχει απλωθεί και η τελευταία στρώση λάκας, μπορούν να χαραχτούν σχέδια πάνω της και να αναδειχθούν ζωγραφισμένες σε άλλα χρώματα στρώσεις, που βρίσκονται από κάτω.
Φύλλα χρυσού μπορούν επίσης να στολίσουν την επιφάνεια του κάθε αντικειμένου.
Κάθε λακαρισμένο αντικείμενο μπορεί να χρειαστεί από έξι μήνες έως δύο χρόνια για να παραχθεί, κάτι που εξαρτάται από την ποιότητά του.
Λεπτεπίλεπτα σκεύη από λάκα κατασκευάζονται με βάση λεπτότατες φλοίδες μπαμπού, πλεγμένες μαζί με τρίχες αλόγου.
Όταν πλέον έχουν απλωθεί και οι τελευταίες στρώσεις λάκας, το κομψότατο σκεύος παραμένει τόσο ελαστικό, που οι πλευρές του, ακόμη και όταν πιεστούν μαζί, λυγίζουν χωρίς να σπάσουν.

Το Χρυσό Φύλλο

Το χρυσό φύλλο της Μιανμάρ, παραδοσιακά, χρησιμοποιείται για να στολίσει λακαρισμένα αντικείμενα, μουσικά όργανα, θρησκευτικές μορφές και εξώφυλλα σπάνιων βιβλίων που χρησιμοποιούσαν μοναχοί και βασιλείς.
Το Mandalay είναι το κέντρο εργαστηρίων της τέχνης του χρυσού φύλλου.
Για την κατασκευή του, μικροί σβώλοι χρυσού σφυρηλατούνται σε λεπτές φλοίδες, οι οποίες κατόπιν θερμαίνονται και ισιώνονται μέσα σε ειδική πρέσα.
Οι επίπεδες πλέον φλοίδες δουλεύονται στη συνέχεια με το χέρι, κόβονται σε μικρά τετράγωνα, τοποθετούνται σε κομμάτια ειδικού χαρτιού και τυλίγονται σε δέρμα.
Σφυρηλατούνται και πάλι, έως ότου δεν ξεπερνούν σε πάχος μια στρώση χρώματος, κόβονται σε τετράγωνα των 5 εκατοστών και κλείνονται μέσα σε φύλλα ειδικού χαρτιού. Πωλούνται συνήθως σε δέσμες.

Marionette puppet theatre

Το θέατρο μαριονεττών ήταν μια δημοφιλέστατη μορφή διασκέδασης στη Μιανμάρ, κατά τον 18ο  αιώνα, πριν από τη Βρετανική Κατοχή.
Στην ακμή τους, τα θέατρα μαριονεττών ήταν δημοφιλέστερα από το ίδιο το θέατρο και χρηματοδοτούνταν από τη βασιλική οικογένεια. Στις μέρες μας, ωστόσο, αυτή η τέχνη κοντεύει πια να σβήσει.

Παραδοσιακά, οι μαριονέττες έχουν ύψος από 56 – 69 εκατοστά και συγκρατούνται με δεκαοχτώ λεπτά νήματα.
Οι ιστορίες του θεάτρου μαριονεττών είναι εμπνευσμένες από την Jataka, το ιερό κείμενο που αφηγείται τις προηγούμενες ζωές και τις πολλές μετενσαρκώσεις του Βούδα.

Ένας θίασος μαριονεττών αποτελείται από τους δεξιοτέχνες που κινούν τα νήματα, τους τραγουδιστές και την ορχήστρα.
Η επιτυχία του θεάτρου μαριονεττών εξαρτάται από το ταλέντου του πρώτου τραγουδιστή περισσότερο και λιγότερο από τη δεξιοτεχνία των καλλιτεχνών που κρατούν και κινούν τα νήματα.
Το ακροατήριο έρχεται όχι μόνον για να δει την παράσταση, αλλά επίσης για να ακούσει και να εκτιμήσει την ποίηση των στοίχων.

Λογοτεχνία

Η πρώιμη λογοτεχνία της Μιανμάρ είχε κυρίως θρησκευτικά στοιχεία και αποτυπωνόταν σε πέτρα.
Αυτά τα δείγματα που έχουν διασωθεί πάνω σε πέτρινες πλάκες ανιχνεύονται κατά την περίοδο Bagan , τον 11ο αιώνα περίπου.

Γραπτά επάνω σε πάπυρο και πρώιμης μορφής διπλωμένο χαρτί εμφανίζονται μόνον μετά τον 15ο αιώνα.
Η λογοτεχνία αυτής της περιόδου αφορά περισσότερο στην εξιστόρηση της Janaka από τον Βούδα προς τους μαθητές του, ως απάντηση σε υπαρξιακά και φιλοσοφικά ερωτήματα που του έθεταν.
Αυτού του είδους τα γραπτά εμφανίζονται με τη μορφή ολοκληρωμένου θεατρικού δράματος ή επιστολών και είναι έμμετρα.
Θέματα που αφορούσαν το νόμο και την ιστορία ήταν γραμμένα σε πεζό λόγο.
Κατά τη διάρκεια του 16ου, 17ου και 18ου αιώνα γράφτηκαν πολλά δράματα, ενώ τον 19ο  αιώνα, πέρα από το δράμα, εξελίχτηκαν η ποίηση και τα χρονικά.

Μετά τη Βρετανική Κατοχή, η λογοτεχνία της χώρας άρχισε να αντανακλά την επίδραση που είχε η Δυτική κουλτούρα στην κουλτούρα της Μιανμάρ.
Τα πιεστήρια των τυπογραφείων επηρέασαν επίσης τη λογοτεχνία, η οποία άρχισε πλέον να γράφεται για το λαό και όχι μόνον για τους προνομιούχους.
Δράματα που είχαν γραφτεί για τη βασιλική αυλή έγιναν ευρέως γνωστά, αν και δεν παίζονταν στη σκηνή, αλλά απλώς διαβάζονταν από όσους ήθελαν να γνωρίσουν την κουλτούρα της χώρας τους.

Οι νουβέλες ήταν μια μεταγενέστερη λογοτεχνική εξέλιξη.
Η πρώτη νουβέλα της Μιανμάρ ήταν μια προσαρμογή του μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου Δουμά “Κόμης Μοντεκρίστο”.
Η κλασική λογοτεχνία της Μιανμάρ είναι διανθισμένη με μακρές και δύσκολες προτάσεις και η θεματολογία της αφορά το υπερφυσικό και τη μαγεία.
Προερχόμενη από τη βασιλική αυλή, επηρεάστηκε από το Βουδισμό και από Σανσκριτικές πηγές.

Η μοντέρνα λογοτεχνία της Μιανμάρ ξεκίνησε γύρω στο 1930, όταν ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο της Yangon και το τμήμα κλασσικών σπουδών της Μιανμάρ.
Τότε εξελίχτηκε σημαντικά η λογοτεχνία της χώρας, καθώς εμφανίστηκε το κίνημα khitsan, όπου οι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν ένα απλό και άμεσο λογοτεχνικό στυλ το οποίο συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Η λογοτεχνία της Μιανμάρ στις μέρες μας εξακολουθεί να κυριαρχείται από τη θρησκευτική παράδοση, αν και πολλές νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα, παιδικά βιβλία, μεταφράσεις ξένων λογοτεχνικών έργων, καθώς και δοκίμια πάνω στον πολιτισμό, την τέχνη και την επιστήμη διαβάζονται πλέον ευρέως και είναι δημοφιλή.
Η ρομαντική νουβέλα κατέχει επίσης μια σημαντική θέση στη σύγχρονη λογοτεχνία της Μιανμάρ.
Ετησίως απονέμονται εθνικά βραβεία λογοτεχνίας.
Πολλοί από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς είναι συνταξιούχοι κυβερνητικοί υπάλληλοι, οι οποίοι δούλεψαν σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι περισσότεροι συγγραφείς της Μιανμάρ έχουν ήδη κάποια άλλη μόνιμη εργασία και ασχολούνται στον ελεύθερο, μόνον, χρόνο τους με τη συγγραφή.

Μουσική Κουλτούρα

Η παραδοσιακή μουσική της Μιανμάρ βασίζεται κυρίως στα κρουστά.
Πολλά είδη μουσικής, τραγουδιού και χορού έχουν πάρει την ονομασία τους από το είδος των κρουστών που χρησιμοποιούνται σε αυτά.
Τα μεγάλα sidaw (see-daw) είναι τα κρουστά που χρησιμοποιούνται για την ορχηστρική μουσική, τα μακριά bonshay κρουστά για την folk μουσική, ενώ τα προσομοιάζοντα με μπόνγκος ozi (OH-zee), καθώς και τα διπλής όψεως dobat (DOE-bat) χρησιμοποιούνται για τοπικούς εορτασμούς σε χωριά.
Στη μουσική της Μιανμάρ συναντώνται επίσης τα όμποε, τα φλάουτα, τα γκονγκς, τα μπαστούνια του μπαμπού και τα ξυλόφωνα από μπαμπού.

Σε μια ορχήστρα της Μιανμάρ συμπεριλαμβάνεται ένας κύκλος αποτελούμενος από εννέα έως είκοσι ένα κρουστά, τα οποία κρέμονται από μια ξύλινη κυκλική επιφάνεια.
Η ξύλινη επιφάνεια είναι κενή στη μέση κι εκεί βρίσκεται ο ένας και μόνον μουσικός που τα χειρίζεται.
Δυτικής προέλευσης μουσικά όργανα, όπως τα βιολιά, οι κιθάρες και τα ακορντεόν συνοδεύουν, κάποιες φορές, τα παραδοσιακά κρουστά μουσικά όργανα.

Μαριονέττες

Ένας ενδιαφέρων χορός είναι αυτός στον όποιο οι χορευτές κινούνται σαν μαριονέττες.
Έχει ειπωθεί, άλλωστε, πως ο χορός της Μιανμάρ θα πρέπει να έχει αντιγραφεί από το θέατρο μαριονεττών, το οποίο είχε εκτοπίσει την παρουσία πραγματικών χορευτών για μια περίοδο.
Η πρώτη χορεύτρια φορά μια στολή εμπνευσμένη από τη βασιλική αυλή, με στολισμένο μακρυμάνικο μπούστο και μακρύ ως το δάπεδο βαρύτιμο longyi (παραδοσιακό ένδυμα της Μιανμάρ), το οποίο μετακινεί με τα πόδια της όσο χορεύει.
Οι βασικοί άντρες χορευτές είναι ντυμένοι ως πρίγκιπες, με μεταξωτό longyi και λευκό τουρμπάνι.
Άλλοι χορευτικοί ρόλοι συμπεριλαμβάνουν στρατιώτες, μάγους (zawgyi) και πνεύματα (nat).

Χορός

Ο χορός στη Μιανμάρ προϋπήρχε του Βουδισμού, όταν η λατρεία των πνευμάτων ( Nat) εκφραζόταν μέσω της χορευτικής τέχνης.
Οι κινήσεις ήταν έντονα επηρεασμένες από τον κλασσικό Ινδικό και Ταϊλανδέζικο χορό.
Ο χορός στη Μιανμάρ είναι γρήγορος και ζωηρός και απαιτεί και κάποιες ακροβατικές δεξιότητες.
Επιπλέον έχει κάποια σεμνότητα, αφού οι χορευτές διαφορετικού φύλου δεν αγγίζονται μεταξύ τους.
Οι μικροί χορευτές διδάσκονται τον ka-bya-lut, έναν βασικό παραδοσιακό χορό.

Yein

Ο yein είναι ένας δημοφιλής χορός που εκτελείται κατά τους εορτασμούς του Water Festival.
Οι χορευτές φορούν παραδοσιακά κοστούμια, είναι συνήθως γυναίκες και χορεύουν όλες μαζί σε μια ομάδα.
Από τον yein προέρχονται επίσης ο χορός par-thwar ένα ντουέτο  ανάμεσα σε 2 χορευτές διαφορετικού φύλου και ο Χορός του Ελέφαντα, ο οποίος χορεύεται στο Elephant Dance Festival στο Kyaukse, κοντά στο Mandalay.
Οι χορευτές ερμηνεύουν το χορό μέσα σ’ ένα εντυπωσιακό κοστούμι φτιαγμένο από χαρτόνι και μπαμπού, το οποίο αναπαριστά έναν ελέφαντα.

Anyein

Ο anyein είναι ένας συνδυασμός solo χορού και χορευτών που αναπαριστούν μορφές κλόουν (lu-pyet).
Οι κλόουν τραγουδούν, χορεύουν, σχολιάζουν και αστειεύονται  με τολμηρό κάποιες φορές τρόπο.
Κατά τη διάρκεια των διαλλειμάτων, όταν επί σκηνής βρίσκονται οι κλόουν, η χορεύτρια αλλάζει κοστούμια.
Μερικές φορές περισσότερες από μία χορεύτριες εμφανίζονται στη σκηνή.
Η παράσταση αυτή διαρκεί κάποιες φορές μέχρι και δύο ώρες.

Πολλοί εθνικοί χοροί ερμηνεύονται επίσης με σπαθιά, υπό τη συνοδεία διαφορετικών ειδών κρουστών μουσικών οργάνων.
Στους εθνικούς χορούς μικρά αγόρια και κορίτσια χορεύουν μαζί , κάτι που δεν είναι συνηθισμένο, σε γενικές γραμμές,  στην κουλτούρα χορού της Μιανμάρ.

Κουζίνα

Η Κουζίνα της Myanmar: Ένα γευσιγνωσικό Ταξίδι

Το φαγητό στη Μιανμάρ είναι εξαιρετικό και σημαντικό μέρος κάθε επίσκεψης σε αυτή την απίστευτη πραγματικά χώρα.
Αν και τα πιάτα που σερβίρονται εδώ μπορεί να μην είναι τόσο γνωστά όσο αυτά που συναντώνται στις γειτονικές Ινδία, Κίνα και Ταϊλάνδη, ουσιαστικά το φαγητό δε διαφέρει πολύ από αυτό που χαρακτηρίζει της Κουζίνες των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Ωστόσο, διακρίνεται από ποικιλία που προέρχεται από τις διάφορες επιρροές που έχει υποστεί από τις γειτονικές χώρες και είναι συναρπαστικό.
Δε θα μπορούσε κανείς να μιλήσει περιληπτικά γι’ αυτό, αλλά μπορεί να γίνει μια μικρή αναφορά σε κάποια πραγματικά ενδιαφέροντα πιάτα, που αξίζει να δοκιμάσει κανείς.

Εξωτικές Σαλάτες

Μερικά από τα πιο διάσημα πιάτα της  Μιανμάρ είναι αναμφίβολα οι σαλάτες της.
Πολύ πιο ενδιαφέρουσες από όσο μπορεί αρχικά ένας επισκέπτης να φαντάζεται, οι σαλάτες της Μιανμάρ είναι γευστικότατες με πλέον δημοφιλή την Lahpet Thoke, πιο γνωστή στη Δύση και ως σαλάτα με φύλλα τσαγιού.
Η Μιανμάρ είναι μια από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο όπου μπορεί κανείς να απολαύσει τα φύλλα τσαγιού είτε ως ρόφημα, είτε ως μέρος κάποιου φαγητού και αυτή η σαλάτα εκτός από αυτά περιέχει επίσης φυστίκια, αποξηραμένα μπιζέλια, τζίντζερ και άλλα αρωματικά.
Το όλο αποτέλεσμα είναι μια πανδαισία χρωμάτων αρωμάτων και γεύσεων, ενώ επιπλέον είναι τονωτικό και προσφέρει απρόσμενη ενέργεια λόγω της τανίνης, που προσομοιάζει με την καφεϊνη.

Τηγανητά

Τα πάντα σχεδόν μπορούν να τηγανιστούν στη Μιανμάρ και ένα γρήγορο snack στο δρόμο μπορεί να αποδειχθεί γαστριμαργική εμπειρία, αφού μικρά μαγαζιά που βρίσκονται παντού ετοιμάζουν επί τόπου στο τηγάνι ό,τι λαχταρά κανείς.
Μπορεί κάποιος να δοκιμάσει από samosas (μικρές πικάντικες και αρωματικές κρεατόπιτες και λαχανόπιτες) μέχρι tofu, συχνά συνοδευμένα με ενδιαφέροντα ντιπ  ή με κάποια άλλη εξωτική λιχουδιά, επίσης τηγανισμένη, η οποία χρησιμοποιείται ως επικάλυψη.
Αν και δεν είναι, προφανώς ό,τι πιο διαιτητικό, κανείς δε θα πρέπει να χάσει ένα τέτοιο snack, έστω και για μια φορά, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Μιανμάρ.

Thali

Λιγότερο πιάτο και περισσότερο γαστριμαργική εμπειρία, που δε θα πρέπει να χάσετε με τίποτα, το Thali είναι μια πραγματική πανδαισία γεύσεων.
Σερβίρεται σε έναν μεταλλικό δίσκο και με ελάχιστα, πραγματικά, χρήματα, μπορείτε να απολαύσετε όσο ρύζι θέλετε, σούπα, κάποιο κάρυ  με συνοδευτικά λαχανικά και chutney (είδος πικάντικης μαρμελάδας), αλλά και τουρσιά και πολλές άλλες ντόπιες λιχουδιές.
Αν και τα περισσότερα φαγητά στη Μιανμάρ τείνουν να είναι κάπως ακριβά, το συγκεκριμένο πιάτο οπωσδήποτε αξίζει να το δοκιμάσει κανείς, όσο θα βρίσκεται στη Μιανμάρ και είναι διπλά απολαυστικό, αφού το κόστος είναι χαμηλό γι’ αυτό που προσφέρεται.

Ρύζι και χυλοπίτες

Το ρύζι και οι χυλοπίτες κατέχουν εξέχουσα θέση στη Βιρμανική Κουζίνα και συνήθως συνοδεύουν άλλα πιάτα ή απολαμβάνονται ως ελαφρύ snack ανάμεσα στα κυρίως γεύματα.
Αξίζει να δοκιμάσει κανείς τις χυλοπίτες Shan, καθώς και το αντίστοιχο ρύζι Shan.
Και τα δύο αυτά πιάτα πήραν το όνομά τους από την περιοχή της Μιανμάρ από την οποία προέρχονται.
Το ρύζι Shan έχει μαγειρευτεί με μπαχαρικό turmeric και περιχύνεται με νιφάδες τηγανητού ψαριού.
Σε αυτά προστίθεται λάδι αρωματισμένο με σκόρδο.
Οι χυλοπίτες Shan είναι ένα πιάτο που αποτελείται από χυλοπίτες ρυζιού, σερβιρισμένες με χοιρινό ή κοτόπουλο, μαζί με λαχανικά, φιστίκια και σπόρους σουσαμιού.

Mohinga

Αυτό το πιάτο που σερβίρεται ως πρωινό είναι πιθανόν ένα από τα πιο δημοφιλή της Μιανμάρ.
Αποτελείται από λεπτότατες , διάφανες χυλοπίτες ρυζιού, σερβιρισμένες μέσα σε πλούσια ψαρόσουπα και συνοδευμένες με αρωματική ρίζα τζίντζερ, λεμονόχορτο, κομμάτια μπανάνας, κρεμμύδια και σκόρδα.
Για κάποιους μπορεί να μην ακούγεται ιδιαίτερα ελκυστικό, εξαιτίας των παράξενων συνδυασμών των υλικών, αλλά υπάρχει λόγος που ουσιαστικά θεωρείται ως το εθνικό πιάτο της Μιανμάρ.
Ανάλογα με το πού βρίσκεται κανείς, στο πιάτο αυτό μπορούν να προστεθούν τοπικές σπεσιαλιτέ, όπως παναρισμένο φρέσκο ψάρι, σφιχτοβρασμένα αυγά, τηγανητά κρεμμύδια και πολλά άλλα.
Για μια πιο έντονη γαστριμαργική εμπειρία μπορούν να προστεθούν σε αυτό χυμός lime και φλοίδες καυτερής πιπεριάς chili.
Είτε το απολαύσει κανείς ως πρωινό, είτε το δοκιμάσει κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε κάποιο από τα πολλά μαγαζάκια στο δρόμο, η Mohinga είναι πάντα ένα απολαυστικό πιάτο που θα τον εκπλήξει.

Curries

Τα πιάτα κάρυ στη Μιανμάρ είναι λιγότερο καυτερά από αυτά της Ινδίας, αλλά εξίσου γευστικά.
Είναι επίσης ιδανικά για όσους δεν αρέσκονται στα πολλά και έντονα μπαχαρικά ή που θα ήθελαν να δοκιμάσουν ένα διαφορετικό και σπάνιο είδος κάρυ.
Υπάρχει πολύ μεγάλη ποικιλία τέτοιων πιάτων με διαφορετικά κρέατα που μαγειρεύονται μαζί, με ψάρι και με λαχανικά, όλα μέσα σε μια κάπως πιο λαδερή σάλτσα από αυτή των Ινδικών κάρυ και με μια πιο ήπια και απαλή γεύση.
Συχνά, τα κυρίως πιάτα του ψαριού ή του κρέατος σερβίρονται μαζί με ρύζι, σαλάτες, τηγανητά λαχανικά και σούπες.

Ρύζι και χυλοπίτες

Το ρύζι και οι χυλοπίτες κατέχουν εξέχουσα θέση στη Βιρμανική Κουζίνα και συνήθως συνοδεύουν άλλα πιάτα ή απολαμβάνονται ως ελαφρύ snack ανάμεσα στα κυρίως γεύματα.
Αξίζει να δοκιμάσει κανείς τις χυλοπίτες Shan, καθώς και το αντίστοιχο ρύζι Shan.
Και τα δύο αυτά πιάτα πήραν το όνομά τους από την περιοχή της Μιανμάρ από την οποία προέρχονται.
Το ρύζι Shan έχει μαγειρευτεί με μπαχαρικό turmeric και περιχύνεται με νιφάδες τηγανητού ψαριού.
Σε αυτά προστίθεται λάδι αρωματισμένο με σκόρδο.
Οι χυλοπίτες Shan είναι ένα πιάτο που αποτελείται από χυλοπίτες ρυζιού, σερβιρισμένες με χοιρινό ή κοτόπουλο, μαζί με λαχανικά, φιστίκια και σπόρους σουσαμιού.

 

Επιδόρπια

Στη Μιανμάρ δε συνηθίζεται να σερβίρονται γλυκά κατά τη διάρκεια καθημερινών γευμάτων στο σπίτι, αφού το έθιμο επιβάλλει να προσφέρονται για να τιμηθεί ένας επισκέπτης ή όταν υπάρχει μια ξεχωριστή εορταστική εκδήλωση.

Πέρα από τα φρούτα διαφόρων ειδών, το πιο συνηθισμένο επιδόρπιο είναι το laphet, όχι γλυκό, αλλά η γνωστή σαλάτα με φύλλα τσαγιού, στην οποία προστίθενται ψητά φυστίκια και σπόροι σουσαμιού, τηγανητά φασόλια με σκόρδο, καθώς και νιφάδες αποξηραμένης γαρίδας.
Shwe Kyi
Είδος πλούσιου χαλβά, αποτελεί δημοφιλές γλυκό που σερβίρεται σε εορταστικές εκδηλώσεις και εξαιρετικές περιστάσεις.

Kyauk Kyaw
Ένα δημοφιλές γλυκό που φτιάχνεται με ζελέ από φύκια και γάλα καρύδας.

Thagu or Thagu Byin
Έχει ίσως πάρει το όνομά του από τη Μαλαισία και είναι πουτίγκα από ταπιόκα ή sago, στην οποία η γλυκιά γεύση προέρχεται από ένα φρουτώδες σιρόπι και η πλούσια υφή από γάλα καρύδας.

Jaggery
Είναι το πιο απλό, εύκολο και παραδοσιακό γλυκό της Μιανμάρ και μπορεί να το βρει κανείς σε πολλά εστιατόρια, όπου προσφέρεται συνήθως ως κέρασμα.
Είναι είδος λουκουμάδων με σουσάμι και γλυκαντικό σιρόπι jaggery. Επιπλέον είναι το μοναδικό δημοφιλές γλυκό στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπως στα χωριά της Β. Μιανμάρ.